- φύσα
- η / φῡσα, ΝΑ1. φυσητήρας, φυσερό για τη φωτιά2. τα αέρια τών εντέρων, η πορδή («φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», Πλάτ.)νεοελλ.1. φυσιολ. τα αέρια που παράγονται από τη δραστηριότητα τών μικροβίων κατά τη ζύμωση και τη σήψη τών τροφών στο έντερο ή προέρχονται από τον αέρα που καταπίνεται με το φαγητό και τα οποία διαφεύγουν από τον πρωκτό2. ζωολ. γένος πνευμονοφόρων γαστερόποδων μαλακίων που ανήκει στην οικογένεια φυσίδες τής υπέρταξης βασσοματοφόρααρχ.1. σωλήνας φυσερού2. ξαφνική πνοή ανέμου3. το ρεύμα τού αέρα που παράγεται από τη φωτιά4. κύστη, φούσκα5. πρόλοβος πτηνού6. φυσαλλίδα, φουσκάλα7. κομπασμός, αλαζονική συμπεριφορά8. κρατήρας ηφαιστείου9. ονομασία ψαριού τού Νείλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pŭ- / *phu- —προϊόν ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγεται από υλικά που φουσκώνουν και σκάνε καθώς ψήνονται— και έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από μια μορφή *p(h)u-s- τής ρίζας με παρέκταση -s- (πρβλ. λατ. pussula / pustula «φυσαλλίδα», λιθουαν. pūslẽ «φυσαλλίδα», pŭsti «φυσώ») και επίθημα -σă (πρβλ. δόξă, κνῖσă): φῡσ-σă < φῦσα, με απλοποίηση τών δύο -σσ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. φῦσα μπορεί να ερμηνευθεί μέσω τών τ. *φυκ-jα (από μια μορφή *p[h]u-k- τής ρίζας, πρβλ. αρμ. p'uk' «πνοή, άνεμος») ή *φυτ-jα (από μια μορφή *p[h]u-t-, πρβλ. αρχ. ινδ. phūtkaroti «φυσά»). Η άποψη αυτή, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.